Замораживать στα ελληνικά

Μετάφραση: замораживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χειμώνας, κρουσταλλιάζω, παγώνω, στηρίγματα, διαχειμάζω, φραγμός, καταψύχω, πάγωμα, παγώσει, καταψύχετε, να παγώσει, παγώσουν
Замораживать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • биометрия στα ελληνικά - βιομετρικά στοιχεία, βιομετρία, βιομετρίας, βιομετρικών στοιχείων, τη χρήση βιομετρικών στοιχείων
  • блюдце στα ελληνικά - πιατάκι, δίσκος, δίσκο, πιατακιών, saucer
  • возникать στα ελληνικά - προσφορά, προκύπτω, αυξάνομαι, συμβαίνω, άνοιξη, διαφαίνομαι, έρχομαι, ...
  • выселить στα ελληνικά - κινούνται έξω, κινηθούν έξω, κινηθεί έξω, μετακινηθούν από, εγκαταλείψουν
Τυχαίες λέξεις
Замораживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χειμώνας, κρουσταλλιάζω, παγώνω, στηρίγματα, διαχειμάζω, φραγμός, καταψύχω, πάγωμα, παγώσει, καταψύχετε, να παγώσει, παγώσουν