Заморить στα ελληνικά
Μετάφραση: заморить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιμοκτονώ, πεινώ, πεθαίνω της πείνας, λιμοκτονήσουν, λιμοκτονούν, να λιμοκτονήσουν, λιμοκτονήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безопасный στα ελληνικά - χρηματοκιβώτιο, ασφαλής, ασφαλίζω, σίγουρος, εδραιώνω, διασφαλίζω, ασφαλή, ...
- благовоние στα ελληνικά - άρωμα, οσμή, ευωδιά, θυμίαμα, λιβάνι, θυμιάματος, λιβανιού, ...
- джин στα ελληνικά - τζιν, gin, εκκοκκισμού, το τζιν, εκκοκκιστήριο
- завитой στα ελληνικά - κατσαρός, βοστρυχωμένα
Τυχαίες λέξεις
Заморить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιμοκτονώ, πεινώ, πεθαίνω της πείνας, λιμοκτονήσουν, λιμοκτονούν, να λιμοκτονήσουν, λιμοκτονήσει
Μεταφράσεις: λιμοκτονώ, πεινώ, πεθαίνω της πείνας, λιμοκτονήσουν, λιμοκτονούν, να λιμοκτονήσουν, λιμοκτονήσει