Λιμοκτονώ στα ρωσικά

Μετάφραση: λιμοκτονώ, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изголодаться, жаждать, истощаться, истощать, голодать, заморить, умирать с голоду, умирать, умирать с
Λιμοκτονώ στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιμοκτονώ

λιμοκτονώ συνωνυμο, λιμοκτονώ αντωνυμο, λιμοκτονώ λεξικό γλώσσας ρωσικά, λιμοκτονώ στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • λιμνάζων στα ρωσικά - стоячий, застойный, застоявшийся, инертный, бездеятельный, бездействующий, косный, ...
  • λιμνούλα στα ρωσικά - объединение, заводь, бюро, складываться, садок, водохранилище, месить, ...
  • λιμουζίνα στα ρωσικά - лимузин, лимузинов, лимузина, лимузине
  • λιμός στα ρωσικά - голодовка, голод, недостаток, голодание, голодуха, недоедание, голода, ...
Τυχαίες λέξεις
Λιμοκτονώ στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: изголодаться, жаждать, истощаться, истощать, голодать, заморить, умирать с голоду, умирать, умирать с