Замыкание στα ελληνικά
Μετάφραση: замыкание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίφραγμα, μάντρα, εσώκλειστο, στερέωση, περίφραξη, κλείσιμο, κλεισίματος, το κλείσιμο, λήξης, προθεσμίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бульвар στα ελληνικά - χαμηλός, περπατώ, σεργιανίζω, λεωφόρος, λεωφόρο, Boulevard, λεωφόρου
- диорама στα ελληνικά - diorama, διόραμα, διόραμά, διοράματος, το διόραμά
- добродетельно στα ελληνικά - ηθικά, ηθική, ηθικώς, ηθική άποψη, από ηθική άποψη
- доркинг στα ελληνικά - Ντόρκινγκ, Dorking, του Dorking
Τυχαίες λέξεις
Замыкание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίφραγμα, μάντρα, εσώκλειστο, στερέωση, περίφραξη, κλείσιμο, κλεισίματος, το κλείσιμο, λήξης, προθεσμίας
Μεταφράσεις: περίφραγμα, μάντρα, εσώκλειστο, στερέωση, περίφραξη, κλείσιμο, κλεισίματος, το κλείσιμο, λήξης, προθεσμίας