Λέξη: συσκέπτομαι
Συνώνυμα: συσκέπτομαι
συνδιασκέπτομαι, απομένω, διασκέπτομαι, παρέχω, χορηγώ, κοινωνώ, επικοινωνώ, συμβουλεύομαι, λαμβάνω υπ' όψιν
Μεταφράσεις: συσκέπτομαι
συσκέπτομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
confer, commune
συσκέπτομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conferir, comuna, municipio, comuna de, la comuna, comunicarse
συσκέπτομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Kommune, Gemeinde, Commune
συσκέπτομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conférez, concéder, conférons, décerner, conférer, octroyer, allouer, attribuer, accorder, confèrent, communauté, commune, commune de, la commune, commune française
συσκέπτομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
comune, comune francese, comune francese di
συσκέπτομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
parlamentar, conferir, comuna, município, comunidade, commune, comungar
συσκέπτομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gemeente, commune, gemeenschap
συσκέπτομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приговаривать, сравни, присудить, награждать, дать, даровать, надавать, приговорить, удостаивать, предоставить, совещаться, обсуждать, присваивать, предоставлять, присуждать, коммуна, община, коммуны, коммуне, коммуной
συσκέπτομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kommune, kommunen, commune, kollektiv
συσκέπτομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tilldela, kommun, kommunen, commune, communen
συσκέπτομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
myöntää, keskustella, kommuuni, kunta, kunnassa, kunnan, commune
συσκέπτομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kommune, kommunen, commune, kollektiv
συσκέπτομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
konferovat, udělit, propůjčit, komuna, commune, obec
συσκέπτομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyznawać, konferować, naradzać, nadawać, gmina, komuna, gminy, i gmina, gm
συσκέπτομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kommuna, község, település, településen, commune
συσκέπτομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
komün, komünün, bir komün, yerel idare
συσκέπτομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
присвоювати, радитись, надавати, радити, надати, комуна, муніципалітет, коммуна, комуну
συσκέπτομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
komunë, komuna, komunës, komune, e komunës
συσκέπτομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
комуна, община, общината, беседвам задушевно
συσκέπτομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
камуна
συσκέπτομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võrdle, vaata, annetama, kommuun, kommuuni, omavalitsusüksuse, kommuunis, vald
συσκέπτομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
status, povjeriti, dati, komuna, općina, komune, commune, je općina
συσκέπτομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sveitarfélagi, að sveitarfélagi
συσκέπτομαι στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
confero
συσκέπτομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
komuna, savivaldybė, municipalitetas, miejsko, commune
συσκέπτομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
komūna, Commune, komūnas, komūnā, pašvaldība
συσκέπτομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
комуна, комуната, заедница, општина, општината
συσκέπτομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
comună, comuna, comunei, com, de comună
συσκέπτομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
občina, komuna, Commune, občine, občinsko
συσκέπτομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
komúna, komuna, komunita
Τυχαίες λέξεις