Замяться στα ελληνικά
Μετάφραση: замяться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταματώ, χώνω, μαρμελάδα, εμπλοκή, μαρμελάδας, εμπλοκής, μαρμελάδες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- англосаксонский στα ελληνικά - αγγλοσαξονικό, αγγλοσαξονική, αγγλοσαξονικής, αγγλοσαξωνική, αγγλοσαξονικές
- воображение στα ελληνικά - γουστάρω, γούστο, όραση, ιδέα, προτίμηση, φανταστικός, όραμα, ...
- выветрившийся στα ελληνικά - σαθρός, χάλια, σαπρός, σαπισμένος, διαβρωμένες, ξεπερασμένο, ξεπεράσει, ...
- жила στα ελληνικά - φλέβα, χορδή, σθένος, μαέστρος, μυς, φλέβας, πνεύμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Замяться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταματώ, χώνω, μαρμελάδα, εμπλοκή, μαρμελάδας, εμπλοκής, μαρμελάδες
Μεταφράσεις: σταματώ, χώνω, μαρμελάδα, εμπλοκή, μαρμελάδας, εμπλοκής, μαρμελάδες