Занимать στα ελληνικά
Μετάφραση: занимать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμπάρι, αναδημιουργώ, παίρνω, φιλοξενώ, καταλαμβάνω, δανείζομαι, αναπαριστώ, κρατώ, βουτώ, καταλαμβάνουν, κατέχουν, καταλάβει, καταλάβουν, καταλαμβάνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арифмометр στα ελληνικά - κομπιουτεράκι, προσθέτοντας, προσθήκη, την προσθήκη, προσθήκης, πρόσθεση
- выгонять στα ελληνικά - εξορία, σειρά, αποβάλλω, απελαύνω, στρίβω, εξορίζω, φυγάς, ...
- главнокомандующий στα ελληνικά - Αρχηγός, αρχιστράτηγος, Αρχιστράτηγου, διοικητής του Ελληνικού Στρατού, γενικός διοικητής του Επιτελείου
- голубушка στα ελληνικά - περιστέρι, αγάπη, αγάπη μου, Ντάρλινγκ, darling, η αγάπη
Τυχαίες λέξεις
Занимать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμπάρι, αναδημιουργώ, παίρνω, φιλοξενώ, καταλαμβάνω, δανείζομαι, αναπαριστώ, κρατώ, βουτώ, καταλαμβάνουν, κατέχουν, καταλάβει, καταλάβουν, καταλαμβάνει
Μεταφράσεις: αμπάρι, αναδημιουργώ, παίρνω, φιλοξενώ, καταλαμβάνω, δανείζομαι, αναπαριστώ, κρατώ, βουτώ, καταλαμβάνουν, κατέχουν, καταλάβει, καταλάβουν, καταλαμβάνει