Занятый στα ελληνικά

Μετάφραση: занятый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απασχολημένος, πολυάσχολη, απασχολημένοι, πολυσύχναστο, πολυάσχολο
Занятый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бифокальный στα ελληνικά - φακός με δυο εστίες, αμφιεστιακό, αμφιεστιακός, διεστιακά, διεστιακού
  • выпаривать στα ελληνικά - βράζω, εξάτμιση, εξατμιστεί, εξατμίζονται, εξατμισθεί, εξατμιστούν
  • гнойный στα ελληνικά - απαίσιος, βρόμικος, ανέντιμος, πυώδης, πυώδη, πυώδους, πυώδεις, ...
  • животик στα ελληνικά - προκοίλι, κοιλιά, tummy, την κοιλιά, στην κοιλιά, πιέτα
Τυχαίες λέξεις
Занятый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απασχολημένος, πολυάσχολη, απασχολημένοι, πολυσύχναστο, πολυάσχολο