Λέξη: ευφορία

Σχετικές λέξεις: ευφορία

τόπων ευφορία, ευφορία λεξικό, ευφορία βικιπαιδεια, ευφορία του δρομέα, εφορία μετάφραση, ευφορία τι σημαινει, ευφορία wiki, ευφορία συνώνυμο, εφορία ετυμολογία

Συνώνυμα: ευφορία

ευεξία, γονιμότητα, ζέση

Μεταφράσεις: ευφορία

ευφορία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fertility, euphoria, euphoric, euphoria of, exuberance

ευφορία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fertilidad, fecundidad, euforia, la euforia, euphoria, de euforia, euforia de

ευφορία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gebärhäufigkeit, geburtenziffer, fruchtbarkeit, Euphorie, euphoria

ευφορία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fécondité, fertilité, natalité, euphorie, l'euphorie, d'euphorie, euphorique

ευφορία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fertilità, euforia, euphoria, l'euforia, di euforia, dell'euforia

ευφορία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fecundidade, euforia, euphoria, a euforia

ευφορία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kinderrijkdom, euforie, euphoria, de euforie, euforisch, euforische

ευφορία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
благосостояние, довольство, обилие, плодовитость, богатство, изобилие, плодородие, рождаемость, эйфория, эйфории, эйфорию, эйфорией

ευφορία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eufori, euphoria, euforien, velbefinnende

ευφορία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
eufori, euforin, euphoria, upprymdhet, lyckorus

ευφορία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
satoisuus, hedelmällisyys, viljavuus, euforia, euforiaa, euforian, euphoria, euforiaan

ευφορία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
eufori, euforien, euforisk, euphoria

ευφορία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plodnost, úrodnost, euforie, euforii, eufórie

ευφορία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
urodzajność, żyzność, plenność, płodność, euforia, euforii, euphoria, euforię, euforią

ευφορία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
eufória, eufóriát, eufóriája, euphoria, az eufória

ευφορία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
verimlilik, öfori, Euphoria, coşku, coşkusu

ευφορία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
достаток, багатство, родючість, плідність, ейфорія

ευφορία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
eufori, euforia, euforia e, eufori e, ndjenjë euforie

ευφορία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
раждаемост, плодородие, еуфория, еуфорията

ευφορία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эйфарыя, эўфарыя

ευφορία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sündivus, eufooria, eufooriat, euphoria, eufoorias

ευφορία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obilje, plodnost, euforija, euforije, je euforija, euforiju, euforiji

ευφορία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vellíðan, sæluvíma, sælutilfinning, sælu, vímugjafanum

ευφορία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fertilitas

ευφορία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
euforija, euphoria, euforijos, euforiją, pakili nuotaika

ευφορία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
eiforija, eiforiju, eiforijas, euphoria

ευφορία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
еуфорија, еуфоријата, еуфоричност

ευφορία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fertilitate, euforie, euforia, euforiei, de euforie

ευφορία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plodnost, evforija, euphoria, euforija, evforijo, evforiji

ευφορία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
eufória, eufórie, euforická nálada
Τυχαίες λέξεις