Запирать στα ελληνικά
Μετάφραση: запирать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουτί, κάσα, κλειδαριά, στυλό, μάντρα, πυγμαχώ, κλειδώνω, κρατιούμαι, φυλακίζομαι, κλειδώσει, ασφαλίζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- возыметь στα ελληνικά - αποκτώ, παίρνω, προμηθεύομαι, συλλάβουν, συλλάβει, συλλάβουμε, σύλληψη, ...
- детский στα ελληνικά - των παιδιών, Παιδική, παιδικά, παιδιών, παιδικών
- диафрагмировать στα ελληνικά - τυφλός, θαμπώνω, σβήνω εικόνα, σβήνω ήχο, fade out, σβήσει, βαθμιαία απ κρυψη
- дуновение στα ελληνικά - φωτοστέφανο, φυσώ, αναστενάζω, τολύπη, αναπνοή, χτύπημα, αναστεναγμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Запирать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουτί, κάσα, κλειδαριά, στυλό, μάντρα, πυγμαχώ, κλειδώνω, κρατιούμαι, φυλακίζομαι, κλειδώσει, ασφαλίζει
Μεταφράσεις: κουτί, κάσα, κλειδαριά, στυλό, μάντρα, πυγμαχώ, κλειδώνω, κρατιούμαι, φυλακίζομαι, κλειδώσει, ασφαλίζει