Запретить στα ελληνικά
Μετάφραση: запретить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαγόρευση, μπαρ, καπαρώνω, εμποδίζω, αποκρύπτω, παραγγελία, αρνησικυρία, προσταγή, βιβλίο, κάγκελο, καταστέλλω, παραγγέλλω, αποκλεισμός, αποκλείω, απαγορεύω, φράζω, απαγορεύουν, απαγορεύσει, φυλάξοι, απαγορεύσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- астения στα ελληνικά - εξασθένιση, εξασθένηση, αδυναμία, ασθένεια, εξασθενήσεως
- дать στα ελληνικά - επιχορηγώ, σοδειά, υποτροφία, δίνω, χορηγώ, απονέμω, καθιστώ, ...
- дребедень στα ελληνικά - βλακείες, ανοησίες, ανοησία, τις ανοησίες, αηδίες, ανόητο
- завзятый στα ελληνικά - αυθεντικός, κατασταλαγμένος, ενθουσιασμένος, γνήσιος, αληθής, μανιώδης, παλαιός, ...
Τυχαίες λέξεις
Запретить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαγόρευση, μπαρ, καπαρώνω, εμποδίζω, αποκρύπτω, παραγγελία, αρνησικυρία, προσταγή, βιβλίο, κάγκελο, καταστέλλω, παραγγέλλω, αποκλεισμός, αποκλείω, απαγορεύω, φράζω, απαγορεύουν, απαγορεύσει, φυλάξοι, απαγορεύσουν
Μεταφράσεις: απαγόρευση, μπαρ, καπαρώνω, εμποδίζω, αποκρύπτω, παραγγελία, αρνησικυρία, προσταγή, βιβλίο, κάγκελο, καταστέλλω, παραγγέλλω, αποκλεισμός, αποκλείω, απαγορεύω, φράζω, απαγορεύουν, απαγορεύσει, φυλάξοι, απαγορεύσουν