Απαγόρευση στα ρωσικά

Μετάφραση: απαγόρευση, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
запрещать, анафема, бон, воспрещение, проклятие, воспретить, запретить, запрет, торможение, запрета, запрещение, запрет на, бан
Απαγόρευση στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απαγόρευση

απαγόρευση κυκλοφορίας, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, απαγόρευση ηλεκτρονικού τσιγάρου, απαγόρευση λατινικά, απαγόρευση συγκεντρώσεων, απαγόρευση λεξικό γλώσσας ρωσικά, απαγόρευση στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • απαγωγέας στα ρωσικά - похититель, вор, похитителя, похитителем, абдуктор, отводящей
  • απαγωγή στα ρωσικά - похищение, угон, похищения, похищений, похищении, похищением
  • απαθής στα ρωσικά - нечувствительный, невозмутимый, окаменелый, томный, безучастный, равнодушный, безмятежный, ...
  • απαισιοδοξία στα ρωσικά - пессимизм, пессимизма, пессимизм буквально, пессимизмом
Τυχαίες λέξεις
Απαγόρευση στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: запрещать, анафема, бон, воспрещение, проклятие, воспретить, запретить, запрет, торможение, запрета, запрещение, запрет на, бан