Запруживать στα ελληνικά

Μετάφραση: запруживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όχθη, στείρα, στέλεχος, ανάχωμα, τράπεζα, συνωστισμός, μίσχος, φράγμα, φράγματος, dam, του φράγματος, μητέρα
Запруживать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • австралия στα ελληνικά - Αυστραλία, Αυστραλίας, australia, την Αυστραλία, της Αυστραλίας
  • бриллиантовый στα ελληνικά - φανταστικός, έξοχος, λαμπερός, διαμάντι, διαμαντιών, διαμάντια, με διαμάντια, ...
  • веснушки στα ελληνικά - φακίδες, πανάδες, τις φακίδες, φακίδων, πανάδων
  • высверлить στα ελληνικά - πλήττω, άσκηση, τροχός, τριβελίζω, τρυπάνι, τρυπανιού, διάτρησης, ...
Τυχαίες λέξεις
Запруживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όχθη, στείρα, στέλεχος, ανάχωμα, τράπεζα, συνωστισμός, μίσχος, φράγμα, φράγματος, dam, του φράγματος, μητέρα