Зарубежный στα ελληνικά
Μετάφραση: зарубежный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξένος, εξωτερικός, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, ξένο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аутентичный στα ελληνικά - αυθεντικός, γνήσιος, αυθεντικά, αυθεντικό, αυθεντική, μόνο αυθεντικό
- багажник στα ελληνικά - μπαούλο, σεντούκι, μπότα, προβοσκίδα, φορέας, αποσκευές, κορμός, ...
- вероятно στα ελληνικά - αναμφίβολος, πιθανά, φαινομενικά, πιθανόν, μάλλον, πιθανότατα, πιθανότερο, ...
- гусек στα ελληνικά - διπλή καμπύλη σχήματος, καμπύλης S, ogee, καμπύλη σχήματος S
Τυχαίες λέξεις
Зарубежный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξένος, εξωτερικός, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, ξένο
Μεταφράσεις: ξένος, εξωτερικός, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, ξένο