Заряжать στα ελληνικά
Μετάφραση: заряжать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκάγια, ζαλίκι, φροντίδα, πυροβόλησα, πυροβολώ, κατηγορία, φορτίζω, γεμίζω, πυροβολισμός, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, χρεώνει, χρεώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автоматизирует στα ελληνικά - αυτοματοποιεί, αυτόματων, αυτόματων συσκευών, αυτοματισμοί, Αυτοματοποίηση
- бесстрастность στα ελληνικά - απάθεια
- губитель στα ελληνικά - blighter
- железа στα ελληνικά - αδένας, αδένα, αδένων, αδένες, βιδωτή
Τυχαίες λέξεις
Заряжать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκάγια, ζαλίκι, φροντίδα, πυροβόλησα, πυροβολώ, κατηγορία, φορτίζω, γεμίζω, πυροβολισμός, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, χρεώνει, χρεώσει
Μεταφράσεις: σκάγια, ζαλίκι, φροντίδα, πυροβόλησα, πυροβολώ, κατηγορία, φορτίζω, γεμίζω, πυροβολισμός, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, χρεώνει, χρεώσει