Засахарить στα ελληνικά
Μετάφραση: засахарить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καραμέλα, γκλασέ, ζαχαρωμένα, γλασαρισμένα, από ζαχαρωμένα, τα γλασαρισμένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- влезать στα ελληνικά - παίρνω, αποκτώ, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που
- гнилость στα ελληνικά - σαπίλα, εκφυλισμός, σαπρία, σήψη, τη σαπίλα
- двояковогнутый στα ελληνικά - αμφίκοιλα, αμφίκοιλο, αμφίκοιλη, αμφίκοιλοι, αμφίκοιλος
- диафрагма στα ελληνικά - οπή, διάφραγμα, διαφράγματος, του διαφράγματος, το διάφραγμα, μεμβράνη
Τυχαίες λέξεις
Засахарить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καραμέλα, γκλασέ, ζαχαρωμένα, γλασαρισμένα, από ζαχαρωμένα, τα γλασαρισμένα
Μεταφράσεις: καραμέλα, γκλασέ, ζαχαρωμένα, γλασαρισμένα, από ζαχαρωμένα, τα γλασαρισμένα