Заслушиваться στα ελληνικά
Μετάφραση: заслушиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφουγκράζομαι, ακούω, να ακουστεί, να ακουστούν, ακροάσεως, ακρόασης, γίνουν δεκτά σε ακρόαση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- валенсия στα ελληνικά - Βαλένθια, valencia, της Βαλένθια, Βαλένθιας, βαλέντσια
- выдумка στα ελληνικά - ρομάντζα, τέχνασμα, σχεδιασμός, κουραφέξαλα, σύλληψη, υπεκφεύγω, φαντασία, ...
- галерея στα ελληνικά - κείμενο, πινακοθήκη, διάβαση, θεωρείο, στοά, γκάλερι, γκαλερί
- груббер στα ελληνικά - Gruber
Τυχαίες λέξεις
Заслушиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφουγκράζομαι, ακούω, να ακουστεί, να ακουστούν, ακροάσεως, ακρόασης, γίνουν δεκτά σε ακρόαση
Μεταφράσεις: αφουγκράζομαι, ακούω, να ακουστεί, να ακουστούν, ακροάσεως, ακρόασης, γίνουν δεκτά σε ακρόαση