Λέξη: ενοικιάζομαι

Συνώνυμα: ενοικιάζομαι

ενοικιάζω, νοικιάζω, μισθώνω

Μεταφράσεις: ενοικιάζομαι

ενοικιάζομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
let, enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alquilar, permitir, dejar, tolerar, enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lassen, zulassen, einsetzen, erlauben, gewähren, ermöglichen, vermieten, gestatten, enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
laissèrent, autoriser, admettre, laissées, lâcher, laissent, laissons, laissé, tolérer, donner, que, laissée, consentir, louer, laissa, fréter, enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
consentire, permettere, affittare, lasciare, enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aquiescer, largar, deixar, lição, consentir, deixado, permitir, enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gedogen, veroorloven, toelaten, vergunnen, toestaan, loslaten, laten, enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уронить, распоясаться, проболтаться, прозевать, ронять, упустить, пропускать, позволить, дозволить, бранить, подрастить, сдавать, реабилитировать, дозволять, подращивать, выстрелить, enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innrømme, tillate, la, godkjenne, enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
låta, tillåta, enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
antaa, olkoot, olkoon, laskea, sallia, jättää, enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
løslade, enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dovolit, pronajmout, nechat, připustit, povolit, pronajímat, nechávat, způsobit, ať, enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pozwolić, zezwalać, dawać, pozwalać, umożliwiać, wynająć, puszczać, dopuszczać, zgadzać, enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
орендодавці, enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
le, lëshoj, lejoj, enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lubama, laskma, enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dozvoliti, letonac, dopustiti, pustiti, izdavati, izdati, enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leyfa, láta, enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sino

ενοικιάζομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
enoikiazomai

ενοικιάζομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nechať, at, enoikiazomai
Τυχαίες λέξεις