Застывание στα ελληνικά
Μετάφραση: застывание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψύξη, παγερός, περιβάλλον, στερεοποίηση, στερεοποίησης, στερεοποιήσεως, τη στερεοποίηση, την στερεοποίηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бельгийка στα ελληνικά - Βέλγος, βελγικός, βελγική, βελγικές, βελγικό
- вовремя στα ελληνικά - δεόντως, στην ώρα τους, για την ώρα, στην ώρα, εγκαίρως, έγκαιρα
- выцветший στα ελληνικά - σκοτεινός, dingy, μουντά, βρώμικη, βρώμικοι
- диспашер στα ελληνικά - κανονιστής αβαρίων, διακανονιστής αβαριών
Τυχαίες λέξεις
Застывание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψύξη, παγερός, περιβάλλον, στερεοποίηση, στερεοποίησης, στερεοποιήσεως, τη στερεοποίηση, την στερεοποίηση
Μεταφράσεις: ψύξη, παγερός, περιβάλλον, στερεοποίηση, στερεοποίησης, στερεοποιήσεως, τη στερεοποίηση, την στερεοποίηση