Затворник στα ελληνικά
Μετάφραση: затворник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασκητής, ερημίτης, ερημικός, recluse, απομονωμένος, έγκλειστη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- апрель στα ελληνικά - Απρίλιος, Απρ., Απρίλης, Απρίλιο, Απρ
- вирулентный στα ελληνικά - φαρμακερός, δηλητηριώδης, μολυσματικό, λοιμογόνο, παθογόνο, λοιμογόνα
- гну στα ελληνικά - αντιλόπης της Αφρικής, GNU, το GNU, του GNU, gnu στα
- двухмерный στα ελληνικά - δύο διαστάσεων, δισδιάστατο, δυσδιάστατη, δισδιάστατη, δισδιάστατων
Τυχαίες λέξεις
Затворник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασκητής, ερημίτης, ερημικός, recluse, απομονωμένος, έγκλειστη
Μεταφράσεις: ασκητής, ερημίτης, ερημικός, recluse, απομονωμένος, έγκλειστη