Ερημίτης στα ρωσικά

Μετάφραση: ερημίτης, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пустынник, подвижник, отшельник, затворник, отшельником, отшельника
Ερημίτης στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ερημίτης

ερημίτησ παξοί, μάκησ ερημίτησ, ερημίτης κέρκυρα, ερημίτης ταρώ, ερημίτης κάβουρας, ερημίτης λεξικό γλώσσας ρωσικά, ερημίτης στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ερευνητής στα ρωσικά - исследователь, научный, научный сотрудник, исследователя, исследователем
  • ερευνώ στα ρωσικά - узнавать, просмотреть, осведомляться, рытвина, осведомиться, пересматривать, узнать, ...
  • ερημικός στα ρωσικά - затворнический, укромный, замкнутый, уединенный, отшельник, отшельником, затворник, ...
  • ερημώνω στα ρωσικά - обезлюдить, уменьшать, сокращаться, обезлюдеть, разорять, редеть, уменьшаться, ...
Τυχαίες λέξεις
Ερημίτης στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: пустынник, подвижник, отшельник, затворник, отшельником, отшельника