Захватывать στα ελληνικά
Μετάφραση: захватывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηδονή, αιχμαλωτίζω, τσάντα, κατέχω, πηδώ, παίρνω, σφίγγω, χαρά, κράτημα, κατάσχω, συλλαμβάνω, αιχμαλωσία, έχω, πιάνω, ευφροσύνη, αρπάζω, σύλληψη, σύλληψης, δέσμευσης, καταγραφής, τη δέσμευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспрестанно στα ελληνικά - συνεχώς, ακατάπαυστα, αδιάκοπα, ασταμάτητα, διαρκώς
- вредитель στα ελληνικά - παρασίτων, επιβλαβών οργανισμών, παράσιτο, των παρασίτων, επιβλαβείς οργανισμούς
- геометрия στα ελληνικά - γεωμετρία, γεωμετρίας, τη γεωμετρία, γεωμετρία του, η γεωμετρία
- горихвостка στα ελληνικά - φοινίκουρος, redstart
Τυχαίες λέξεις
Захватывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηδονή, αιχμαλωτίζω, τσάντα, κατέχω, πηδώ, παίρνω, σφίγγω, χαρά, κράτημα, κατάσχω, συλλαμβάνω, αιχμαλωσία, έχω, πιάνω, ευφροσύνη, αρπάζω, σύλληψη, σύλληψης, δέσμευσης, καταγραφής, τη δέσμευση
Μεταφράσεις: ηδονή, αιχμαλωτίζω, τσάντα, κατέχω, πηδώ, παίρνω, σφίγγω, χαρά, κράτημα, κατάσχω, συλλαμβάνω, αιχμαλωσία, έχω, πιάνω, ευφροσύνη, αρπάζω, σύλληψη, σύλληψης, δέσμευσης, καταγραφής, τη δέσμευση