Знакомый στα ελληνικά

Μετάφραση: знакомый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξοικειωμένος, γνωστό, οικείος, εξοικειωμένοι, οικεία, οικείο
Знакомый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • борона στα ελληνικά - σβάρνα, Harrow, σβάρνας, επιπεδωτήρα, επιπεδωτήρας
  • ворсянка στα ελληνικά - νεράγκαθο
  • дистрибутивный στα ελληνικά - διανεμητικές, διανεμητικό, διανεμητικής, διανεμητικού, διανεμητική
  • заветный στα ελληνικά - κοντά, στοργικός, τρυφερός, αγαπημένες, προσφιλείς, λατρεύεται, προσφιλή, ...
Τυχαίες λέξεις
Знакомый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξοικειωμένος, γνωστό, οικείος, εξοικειωμένοι, οικεία, οικείο