Λέξη: δικαιολογώ
Σχετικές λέξεις: δικαιολογώ
δικαιολογώ συνώνυμα, δικαιολογώ english, λεξικό δικαιολογώ
Συνώνυμα: δικαιολογώ
συγχωρώ, απαλλάσσω, δικαιώνω, ισάζω, εγγυώμαι, εξουσιοδοτώ
Μεταφράσεις: δικαιολογώ
δικαιολογώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
justify, excuse, warrant
δικαιολογώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
justificar, fundar, motivar, excusa, pretexto, excusa de, excusas, excusa para
δικαιολογώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rechtfertigen, verteidigen, begründen, ausrichten, justieren, berechtigen, einstellen, Entschuldigung, Ausrede, Vorwand
δικαιολογώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
justifiez, disculper, justifier, justifient, défendre, motiver, pardonner, saillir, plaider, justifions, excuser, excuse, prétexte, une excuse, excuses, d'excuse
δικαιολογώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
perdonare, spiegare, giustificare, scusa, pretesto, scuse, giustificazione, alibi
δικαιολογώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
justiça, justificar, desculpa, pretexto, desculpas, desculpa de, escusa
δικαιολογώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rechtvaardigen, excuus, verontschuldiging, voorwendsel, excuus om, verontschuldigen
δικαιολογώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оправдать, объяснять, обелять, извинять, оправдывать, подтверждать, оправдание, оправданием, повод, оправдания, предлог
δικαιολογώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forsvare, rettferdiggjøre, unnskyldning, unnskyldning for, unnskyldn, unnskyldningen, påskudd
δικαιολογώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
försvara, ursäkt, ursäkt för, ursäkten, förevändning, vändning
δικαιολογώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oikeuttaa, puolustella, perustella, puolustaa, vanhurskauttaa, tekosyy, tekosyynä, tekosyytä, tekosyyn, verukkeena
δικαιολογώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
undskyldning, undskyldning for, påskud
δικαιολογώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zarovnat, omluvit, zarovnávat, ospravedlňovat, obhajovat, opravňovat, ospravedlnit, omlouvat, omluva, výmluva, záminka, omluvou, výmluvu
δικαιολογώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
usprawiedliwić, justować, legitymować, tłumaczyć, uzasadnić, obronić, wybaczyć, wyjustować, uwalniać, uwolnić, bronić, uzasadniać, umotywować, usprawiedliwiać, wymówka, usprawiedliwienie, pretekst, wytłumaczenie
δικαιολογώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mentség, kifogás, ürügy, ürügyet, mentséget
δικαιολογώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bahane, mazeret, bir bahane, özür, mazereti
δικαιολογώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виправдує, виправдання, оправдання
δικαιολογώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
justifikim, arsyetim, justifikim i, justifikim për, shfajësim
δικαιολογώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
извинение, оправдание, повод, претекст
δικαιολογώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апраўданне, апраўданьне, апраўдання
δικαιολογώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õigustama, vabandus, vabandust, ettekäändena, vabanduseks, vabandusena
δικαιολογώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opravda, opravdavati, izgovor, isprika, opravdanje, opravdanja, izlika
δικαιολογώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afsökun, afsökun fyrir, afsökun til
δικαιολογώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasiteisinimas, pretekstas, dingstis, pateisinimu, pateisinti
δικαιολογώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
attaisnojums, attaisnojumu, attaisnojuma, iegansts
δικαιολογώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оправдување, изговор, оправдание, е оправдување, изговор за
δικαιολογώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scuză, scuza, o scuză, pretext, scuză pentru
δικαιολογώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izgovor, opravičilo, opravičila, izgovora
δικαιολογώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ospravedlniť, ospravedlnenie, omluva, výhovorka, ospravedlnenie sa
Τυχαίες λέξεις