Изглаживать στα ελληνικά
Μετάφραση: изглаживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισοπεδώνω, διαγράφω, εξαλείφω, κατεδαφίζω, αμαυρώνω, σβήνω, εξαλείψει, εξαφανίσουν, σβήσει, εξαλείφουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аптекарский στα ελληνικά - φαρμακευτικός, φαρμακευτική, φαρμακευτικές, φαρμακευτικών, φαρμακευτικής
- бережливо στα ελληνικά - φειδώ, λιτά, με φειδώ, frugally, ολιγαρκώς
- битва στα ελληνικά - αγωνίζομαι, μάχη, αγώνας, μάχης, αγώνα, τη μάχη, μάχη για
- вещественно στα ελληνικά - υλικά, ουσιαστικά, σημαντικά, ουσιωδώς, ουσιαστικό
Τυχαίες λέξεις
Изглаживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισοπεδώνω, διαγράφω, εξαλείφω, κατεδαφίζω, αμαυρώνω, σβήνω, εξαλείψει, εξαφανίσουν, σβήσει, εξαλείφουν
Μεταφράσεις: ισοπεδώνω, διαγράφω, εξαλείφω, κατεδαφίζω, αμαυρώνω, σβήνω, εξαλείψει, εξαφανίσουν, σβήσει, εξαλείφουν