Издерживать στα ελληνικά
Μετάφραση: издерживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξοδεύω, αναλώνω, δαπανήσει, δαπανούν, αναλωθούν, καταβάλουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- апеннины στα ελληνικά - Απεννίνα, Απέννινα, Απεννίνων, Απέννινα όρη, Απέννινων
- вскользь στα ελληνικά - ανέμελα, αδιάφορα, επιπόλαια, άνετα, τυχαία
- вспылить στα ελληνικά - μύγα, πυροβολώ, απολύω, πυρκαγιά, πετώ, φωτιά, εξάπτομαι, ...
- гей στα ελληνικά - ομοφυλόφιλος, gay, Φιλικό προς τους, γκέι, Φιλικό προς
Τυχαίες λέξεις
Издерживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξοδεύω, αναλώνω, δαπανήσει, δαπανούν, αναλωθούν, καταβάλουμε
Μεταφράσεις: ξοδεύω, αναλώνω, δαπανήσει, δαπανούν, αναλωθούν, καταβάλουμε