Λέξη: παραγέμισμα

Συνώνυμα: παραγέμισμα

προσωρινή λύση, προσωρινό μέτρο, βάτα, βάτα ενδυμάτων, στουπί, στούπωμα, γέμιση, γέμισμα, στυπιοθλίπτης

Μεταφράσεις: παραγέμισμα

παραγέμισμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
padding, stuffing, wadding, stuffing or as padding, nogging

παραγέμισμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
relleno, relleno de, el relleno, de relleno, prensaestopas

παραγέμισμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auffüllen, polster, blindgruppe, füllung, Füllung, Füllen, Stuffing

παραγέμισμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
remplissage, rembourrant, rembourrage, délayage, farce, bourrage, la farce, garniture

παραγέμισμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ripieno, imbottitura, stuffing, ripieno di, premistoppa

παραγέμισμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estofamento, recheio, enchimento, encher, de enchimento

παραγέμισμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vulling, vullen, stuffing, het vullen, vulsel

παραγέμισμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ватин, многословие, набивка, грунтование, прокладка, начинка, фарш, начинку, начинкой

παραγέμισμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stuffing, farse, pakk, paknings, putter

παραγέμισμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fyllning, stoppning, pack, stoppningsändamål, stoppnings

παραγέμισμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
täyte, täytteenä, tiivistepesän, pehmusteina, täytteet

παραγέμισμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fyld, udstopning, stopning, stuffing, fyldet

παραγέμισμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vycpávka, nádivka, vycpávky, nádivkou, ucpávkové, vycpávkový

παραγέμισμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyściółka, moszczenie, dopełnienie, obicie, farsz, nadzienie, farszu, stuffing, farszem

παραγέμισμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kitömés, vattázás, töltelékanyag, töltelék, tölteléket, töltési, töltelékhez, töltelékkel

παραγέμισμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dolma, doldurma, salmastra, doldurmalar

παραγέμισμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
набивання, багатослівність, ватин, багатослів'я, начинка, внутрішність, начиння

παραγέμισμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbushje, mbushjen, mbushja, mbushje të, mbushja e

παραγέμισμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плънка, пълнеж, пълнене, плънката, уплътняване

παραγέμισμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
начынне, начынка, начыньне

παραγέμισμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
polster, täidis, polstrimaterjaliks, täitematerjaliks, täitematerjalid, polstrite valmistamise

παραγέμισμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ispunjavanje, postava, punjenje, nadev, nadjev, popunjavanje, nadjevom

παραγέμισμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fylling, troða

παραγέμισμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įdaras, įdaru, farce, įdaro, prikimšimas

παραγέμισμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pildījums, pildīšanai, pildījumam, pildījumu, apdruka

παραγέμισμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кутии, полнење, кутиите, полнењето, филот

παραγέμισμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
umplutură, umplutura, umplut, umplutura de, de umplutură

παραγέμισμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
polnjenje, nadev, nadevom, nadeva, za polnjenje

παραγέμισμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plnka, ragú
Τυχαίες λέξεις