Измерение στα ελληνικά
Μετάφραση: измерение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταμέτρηση, έρευνα, διάσταση, μελέτη, μετρώ, ανασκόπηση, μέτρηση, μέτρο, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бескорыстие στα ελληνικά - ανιδιοτέλεια, αφιλοκέρδεια, ανιδιοτελώς, η ανιδιοτέλεια, ανιδιοτέλειας
- блажь στα ελληνικά - καπρίτσιο, φανταστικός, τρέλα, γούστο, προτίμηση, φρικιό, γουστάρω, ...
- вырвать στα ελληνικά - αποσπώ, τραβώ, αποσπάσουν, αποσπάσει τον, αποσπάσει την
- голодовка στα ελληνικά - λιμός, απεργία πείνας, απεργίας πείνας
Τυχαίες λέξεις
Измерение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταμέτρηση, έρευνα, διάσταση, μελέτη, μετρώ, ανασκόπηση, μέτρηση, μέτρο, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση
Μεταφράσεις: καταμέτρηση, έρευνα, διάσταση, μελέτη, μετρώ, ανασκόπηση, μέτρηση, μέτρο, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση