Измотанный στα ελληνικά
Μετάφραση: измотанный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάτισχνος, καταβεβλημένος, καθάρισε, στην ενέδρα, whacked, ενέδρα, κτυπούσαν με ορμή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- альвеолярный στα ελληνικά - κυψελιδικός, φατνιακό, κυψελιδικά, κυψελιδικού, φατνιακή, κυψελιδικό
- вибратор στα ελληνικά - δονητής, δονητή, δόνησης, δονητού, δόνηση
- глушить στα ελληνικά - κουκουλώνω, πνίγω, μαρμελάδα, εμπλοκή, μαρμελάδας, εμπλοκής, μαρμελάδες
- девочка στα ελληνικά - χάνω, κορίτσι, δεσποινίς, αστοχώ, κοπέλα, κοριτσιού, το κορίτσι, ...
Τυχαίες λέξεις
Измотанный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάτισχνος, καταβεβλημένος, καθάρισε, στην ενέδρα, whacked, ενέδρα, κτυπούσαν με ορμή
Μεταφράσεις: κάτισχνος, καταβεβλημένος, καθάρισε, στην ενέδρα, whacked, ενέδρα, κτυπούσαν με ορμή