Καταβεβλημένος στα ρωσικά

Μετάφραση: καταβεβλημένος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поношенный, осунувшийся, испитой, измученный, изнуренный, истощенный, измотанный, исхудалый, изможденный, вымученный, измятый, Хаггард, изможденным, измученным
Καταβεβλημένος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταβεβλημένος

καταβεβλημένος λεξικο, καταβεβλημένος συνώνυμο, καταβεβλημένος λεξικό γλώσσας ρωσικά, καταβεβλημένος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • κατήφορος στα ρωσικά - покатость, отвес, скат, откос, спуск, склон, уклон, ...
  • καταβάλλω στα ρωσικά - преодолевать, покорять, победить, преодолеть, превозмогать, истощать, расслаблять, ...
  • καταβρέχω στα ρωσικά - капля, ручеек, капать, рассол, соус, пропойца, пьяница, ...
  • καταβροχθίζω στα ρωσικά - жрать, поглощать, слопать, съесть, пожирать, скушать, кулдыканье, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταβεβλημένος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: поношенный, осунувшийся, испитой, измученный, изнуренный, истощенный, измотанный, исхудалый, изможденный, вымученный, измятый, Хаггард, изможденным, измученным