Изобилующий στα ελληνικά

Μετάφραση: изобилующий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύπορος, ολικός, μεστός, μπόλικος, άφθονος, γεμάτος, ευκατάστατος, πλήρης, κοκκινίζω, διαχυτικός, πλούσιος, ενθουσιώδης, αφθονούν, abounding, που αφθονούν, αφθονούν οι
Изобилующий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гимн στα ελληνικά - ύμνος, ύμνο, ύμνου, τον ύμνο, εθνικό ύμνο
  • грусть στα ελληνικά - ανησυχία, μοναξιά, θλίψη, κατήφεια, κατατρομάζω, λύπη, τρόμος, ...
  • допуск στα ελληνικά - πρόσβαση, αντοχή, παραδοχή, ανεκτικότητα, στενά, κυκλοφορώ, άδεια, ...
  • дрыгать στα ελληνικά - κόπανος, τράνταγμα, κλονισμός, μαλάκας, τίναγμα, ζετέ
Τυχαίες λέξεις
Изобилующий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύπορος, ολικός, μεστός, μπόλικος, άφθονος, γεμάτος, ευκατάστατος, πλήρης, κοκκινίζω, διαχυτικός, πλούσιος, ενθουσιώδης, αφθονούν, abounding, που αφθονούν, αφθονούν οι