Λέξη: τολμώ
Σχετικές λέξεις: τολμώ
τολμώ στα αγγλικά, τολμώ σπεράντζα βρανά, τολμώ συνώνυμο, τολμώ σίγμα, τολμώ στίχοι, τολμώ συνώνυμα, τολμώ _ μαρινέλλα, τολμώ να ελπίζω
Συνώνυμα: τολμώ
αψηφώ, αντιμετωπίζω, προκαλώ, υποθέτω, συμπεραίνω, παίρνω ως δεδομένο, αποτολμώ, λαμβάνω θάρρος, ριψοκινδυνεύω
Μεταφράσεις: τολμώ
τολμώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
venture, dare, I dare, dare I, I venture
τολμώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
especulación, atreverse, atrevimiento, atrevería, se atreven, atrevería a
τολμώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spekulation, risiko, wagen, es wagen, wage, trauen
τολμώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hasard, risque, s'aventurer, peser, hasarder, risquer, spéculation, aléa, aventurer, oser, oserait, ose, osent, osé
τολμώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
osare, il coraggio, osano, osi, sfida
τολμώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ventilador, risco, aventurar, abalançar, ousar, desafio, se atrevem, atrevem, ousam
τολμώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aandurven, durven, durf, durft, durfde
τολμώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предприятие, спекуляция, затея, авантюра, дерзать, отваживаться, сметь, вызов, смел, осмеливаются, осмелится
τολμώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tør, våger, våge, tørre, våget
τολμώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vågar, våga, vågade, törs
τολμώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uskaltautua, riskihanke, riskeerata, uhkayritys, uskaltaa, uskalla, uskaltavat, uskaltanut, uskallat
τολμώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vover, tør, turde, vove, dare
τολμώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
riziko, náhoda, odvážit, spekulace, riskovat, odvážit se, odváží, neodvážil, neodváží
τολμώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przedsięwzięcie, odważyć, narażać, ryzykować, spekulacja, ryzyko, zaryzykować, próba, odważyć się, dare, śmiesz, odważył, śmiał
τολμώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
merészel, mer, mernek, merik, merte
τολμώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cesaret, cüret, dare, göze
τολμώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
отвори, сміти, смій, зась, сметь
τολμώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
guxoj, guxim, guxojnë, të guxojnë, guxonte
τολμώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спекулация, смея, посмял, осмеляват, се осмеляват, смея да
τολμώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
смець, руш, маеце права, саромецца, мець права
τολμώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
riskimine, söandama, julgustükk, julgema, julge, julgevad, julgenud, julged
τολμώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rizik, riskirati, smjelost, poduhvat, usuditi se, usudio, usuditi, usuđuju, se usudio
τολμώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þora, þorir, þora að, þori, þori að
τολμώ στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
conor
τολμώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išdrįsti, išdrįstų, išdrįsta, drįsta, nedrįsta
τολμώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzdrīkstēties, uzdrošinās, uzdrošinos, neuzdrošinās, dare
τολμώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
осмелуваат, осмелувам, се осмелуваат, осмелил, осмели
τολμώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îndrăzni, îndrăznesc, îndrăznești, îndrăznit, îndrăznesc să
τολμώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dare, drzneš, upal, upaš, drznete
τολμώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podnik, odvážiť, navážte, odváži, odvážiť sa