Имитировать στα ελληνικά
Μετάφραση: имитировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραβγαίνω, πίθηκος, μιμούμαι, παριστάνω, προσομοίωση, προσομοιώνουν, την προσομοίωση, προσομοιώσει, προσομοιώσουν
Μεταφράσεις
- абонироваться στα ελληνικά - παίρνω, εγγραφείτε, να εγγραφείτε, συνδρομητής, εγγραφούν, γραφτείτε
- банщица στα ελληνικά - ακόλουθος, banschitsa
- внеурочный στα ελληνικά - εξωσχολικές, εξωσχολικών, εξωσχολική, τις εξωσχολικές, των εξωσχολικών
- выискивать στα ελληνικά - μαζεύω, μύτη, κασμάς, συλλέγω, ανακαλύπτω, πάρει, επιλέξετε, ...
Τυχαίες λέξεις
Имитировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραβγαίνω, πίθηκος, μιμούμαι, παριστάνω, προσομοίωση, προσομοιώνουν, την προσομοίωση, προσομοιώσει, προσομοιώσουν
Μεταφράσεις: παραβγαίνω, πίθηκος, μιμούμαι, παριστάνω, προσομοίωση, προσομοιώνουν, την προσομοίωση, προσομοιώσει, προσομοιώσουν