Индивидуальный στα ελληνικά
Μετάφραση: индивидуальный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωριστός, χωρίζω, ξεχωριστός, αρκετές, αρκετοί, άτομο, ατομικός, ιδιαίτερος, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автобиографический στα ελληνικά - αυτοβιογραφικός, αυτοβιογραφικό, αυτοβιογραφικά, αυτοβιογραφική, αυτοβιογραφικές
- аппетитный στα ελληνικά - ευχάριστος, εύγευστος, ορεκτικός, ορεκτική, ορεκτικό, ορεκτικά, νόστιμο
- величать στα ελληνικά - τιμώ, προσδοθεί κύρος, προσδίδω αξία, εξυψώ, προσδίδω αξιοπρέπεια
- датированный στα ελληνικά - της, με ημερομηνία, ημερομηνία, χρονολογείται, ημερομηνίας
Τυχαίες λέξεις
Индивидуальный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωριστός, χωρίζω, ξεχωριστός, αρκετές, αρκετοί, άτομο, ατομικός, ιδιαίτερος, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες
Μεταφράσεις: χωριστός, χωρίζω, ξεχωριστός, αρκετές, αρκετοί, άτομο, ατομικός, ιδιαίτερος, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες