Λέξη: επιδότηση
Σχετικές λέξεις: επιδότηση
επιδότηση ελαιολάδου 2014, επιδότηση για νέους επιχειρηματίες έως 40 ετών, επιδότηση κουφωμάτων, επιδότηση ενοικίου, επιδότηση για αλλαγή κουφωμάτων 2013, επιδότηση ενοικίου 2014, επιδότηση πετρελαίου, επιδότηση 800 ευρώ στους αποφοίτους ιεκ, επιδότηση οαεδ, επιδότηση ανέργων, επιδότηση θέρμανσης, επιδότηση πετρελαίου θέρμανσης, επιδότηση cosmote
Συνώνυμα: επιδότηση
γενναιοδωρία, αμοιβή, επιχορήγηση, επίδομα, κρατικό βοήθημα, υποστήριξη, συμπαράσταση, συντήρηση, υποστήριγμα
Μεταφράσεις: επιδότηση
επιδότηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
subsidy, support, grant, a subsidy, subsidization
επιδότηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
subsidio, subvención, subvenciones, la subvención, subvención a
επιδότηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
subvention, fördermittel, Zuschuss, Subvention, Beihilfe, Subventions, Subventionen
επιδότηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
subvention, subventionner, secours, allocation, indemnité, dotation, subventions, la subvention, subvention à, subside
επιδότηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sussidio, sovvenzione, sovvenzioni, contributo, di sovvenzione
επιδότηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
subvenção, subsídio, subsídios, subsidiar, subvenções, ajuda
επιδότηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
subsidie, toelage, stipendium, ondersteuning, steun, subsidies, subsidiebedrag
επιδότηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
субсидия, дотация, субсидии, субсидий, субсидирования, субсидирование
επιδότηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
subsidie, tilskudd, tilskuddet, tilskudds
επιδότηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bidrag, subvention, understöd, subventions, subventionen, bidraget
επιδότηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
avustus, tuki, apuraha, tukiainen, apu, tukiraha, valtionapu, tuotantopalkkio, tuen, avustusta, tukien
επιδότηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
subsidier, tilskud, støttebeløbet, tilskuddet, støtten
επιδότηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
subvence, podpora, příspěvek, pomoc, dotace, subvenci, dotaci
επιδότηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dotacja, zasiłek, subsydium, danina, subwencja, dotacji, dotację
επιδότηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szubvenció, támogatás, támogatási, támogatást, támogatások
επιδότηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sübvansiyon, sübvansiyonu, destekleme, yardımı, para yardımı
επιδότηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
субсидія, дотація, субсидію, грант, субсидії
επιδότηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
subvencion, subvencioni, subvencionit, subvencionimi, të subvencionit
επιδότηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
субсидия, субсидията, субсидии, субсидиране
επιδότηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
субсідыя, субсыдыя, субсідыі
επιδότηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
subsiidium, toetus, subsiidiumi, toetuse, toetust
επιδότηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
subvencija, subvencije, potpora, subvenciju, subvencioniranje
επιδότηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
niðurgreiðslu, styrkjum, styrkur, styrkir, styrks
επιδότηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dotacija, subsidija, subsidijos, subsidijų, subsidiją
επιδότηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
subsīdija, dotācija, subsīdijas, subsīdiju
επιδότηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
субвенцијата, субвенција, субвенции, субвенционирање, субвенциите
επιδότηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
subvenție, subvenției, subvenții, subvenționare, de subvenționare
επιδότηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
podpora, subvencija, Subvencioniranje, subvencije, subvencijo
επιδότηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podpora, dotácie, dotácia, subvencie, dotácií, granty
Στατιστικά δημοτικότητας: επιδότηση
Τυχαίες λέξεις