Λέξη: εκροή
Σχετικές λέξεις: εκροή
εκροή βλέννας, εκροή wiki, εκροή εγκεφαλονωτιαίου υγρού, εκροή λεξικό, εκροή υγρού από το στήθος, εκροή καταθέσεων, νοσοκομειακή εκροή, εκροή ορισμός, εκροή χρημάτων
Συνώνυμα: εκροή
ροή, ρεύση, ρους, έξοδος, διέξοδος, αγορά, ηλεκτρική σύνδεση, διάχυση, διαχυτικός, διαχυτικότης, διαχυτικότητα, έγχυση
Μεταφράσεις: εκροή
εκροή στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
discharge, outflow, flow, outlet, outflow of, effluent
εκροή στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
descargo, salida, de salida, flujo de salida, salida de, salida del
εκροή στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entlassung, austritt, freispruch, entlassungsschein, löschung, austrag, entladung, verzicht, Abfluss, Ausfluss
εκροή στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
exempter, licenciement, rembourser, déchargez, ralentir, décharge, lancer, reléguer, départ, décharger, destituer, chasser, débarquer, déchargent, renvoi, lâcher, sortie, écoulement, sorties, évacuation, débit
εκροή στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scaricare, licenziamento, deflusso, uscita, efflusso, fuoriuscita, di efflusso
εκροή στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desembocar, despedimento, ver, descarga, escoamento, fluxo, saída, saída de, exfluxo
εκροή στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontslag, ontslaan, ontzetten, royeren, afvloeiing, uitstroom, uitstroming, uitstroomopening, afvoer
εκροή στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выделения, выпускание, разгружать, уплачивать, уволить, опоражнивание, втечь, рекомендация, освобождение, разряд, вытекание, дебит, втекать, исполнение, уплата, увольнять, отток, оттока, истечение, выбытие, утечка
εκροή στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avskjed, utstrømming, utstrømningen, utstrømning, strøm, utløps
εκροή στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utflöde, utflödet, utflödes
εκροή στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
märkiä, irtisanominen, rähmä, purkautua, erottaa, purkaus, ulosvirtaus, ulosvirtauksen, ulosvirtausta, ulkomaille, virtasi
εκροή στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afskedige, udstrømning, udstrømningen, træk, udløb, negativ
εκροή στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
splnit, vykládat, vylít, zastávat, vykonat, zprostit, osvobodit, vykládka, uvolnit, zaplatit, vyložit, vlévat, propustit, výstřel, ospravedlnit, vyložení, výtok, odliv, odtok, odlivu, odtoku
εκροή στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wypełniać, zrzut, wydzielać, wyładowywać, wyładowanie, spuszczanie, wyrzucać, zwalniać, spełniać, spuszczać, emisja, skwitowanie, wydalenie, zwolnienie, wypisywać, spłacać, odpływ, wypływ, odpływu, wypływu, wylotowy
εκροή στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kisülés, kirakás, kifolyás, kiáramlás, kiáramlása, kiáramlását, kiáramlási
εκροή στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çıkış, çıkışı, çıkışlar, çıkım, çıkışının
εκροή στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виконати, розвантаження, демобілізований, погашення, звільнення, відтік, відплив
εκροή στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrjedhje, dalje, daljeve, Dalja, daljet
εκροή στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изтичане, отлив, изходящ поток, изтичане на, изходния
εκροή στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адмова, адток, адцёк
εκροή στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
elektrilahendus, tühjakslaadimine, vabastama, väljavool, väljavoolu, väljavooluga, väljavoolust, äravool
εκροή στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
isplata, iskrcati, otpust, ispaliti, otkaz, izljev, odljev, izdaci, odljeva, odljev resursa
εκροή στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
útstreymi, útflæði, neikvætt fjárflæði, útgreiðslur, streymi
εκροή στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atleisti, iškrovimas, ištekėjimas, nutekėjimą, nutekėjimas, srautas, nuotėkis
εκροή στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atbrīvošana, izrakstīšana, aizplūšana, aizplūde, aizplūšanu, plūsma, izplūde
εκροή στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одлив, одливот, одливи, истекот, излезен
εκροή στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
liberare, ieșiri, ieșire, evacuare, scurgere, flux
εκροή στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odtok, odliv, iztok, odtok dejavnikov, odtoka
εκροή στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výboj, vykládka, výtok
Τυχαίες λέξεις