Иносказательный στα ελληνικά

Μετάφραση: иносказательный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόμβος, αλληγορικός, υπαινισσόμενος, περιφραστικός, περιφραστική
Иносказательный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бодрый στα ελληνικά - ρωμαλέος, κινητός, ακμαίος, φαιδρός, γλαφυρός, δυνατός, ζωντανός, ...
  • вконец στα ελληνικά - εντελώς, αρκετά, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη
  • впитываться στα ελληνικά - μουσκεύω, εμποτίζω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
  • грянуть στα ελληνικά - μπουμπουνίζω, βροντές, βροντώ, ξεσπάσει, ξεσπούν, ξεφύγει από, ξεσπάσουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Иносказательный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόμβος, αλληγορικός, υπαινισσόμενος, περιφραστικός, περιφραστική