Инфекционный στα ελληνικά
Μετάφραση: инфекционный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κολλητικός, μολυσματικός, μολυσματικών, λοιμώδη, λοιμωδών, μολυσματικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амурный στα ελληνικά - ερωτικός, ερωτευμένος, ερωτικές, ερωτική, ερωτικό
- аптекарь στα ελληνικά - χημικός, φαρμακοποιός, αποθηκάριος, αποθηκάριο, φαρμακοποιού, apothecary
- встраивать στα ελληνικά - μπόι, ανάστημα, κορμοστασιά, χτίζω, Ενσωματώστε, embed, ενσωματώσετε, ...
- вытекающий στα ελληνικά - μετά, οπαδοί, έπειτα, μεταγενέστερος, παρακολούθηση, ακολουθία, λύματα, ...
Τυχαίες λέξεις
Инфекционный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κολλητικός, μολυσματικός, μολυσματικών, λοιμώδη, λοιμωδών, μολυσματικές
Μεταφράσεις: κολλητικός, μολυσματικός, μολυσματικών, λοιμώδη, λοιμωδών, μολυσματικές