Λέξη: ψήφος

Σχετικές λέξεις: ψήφος

ψήφος ετεροδημοτών, ψήφος στα 18, ψήφος εμπιστοσύνης, ψήφος ευρωεκλογές, ψήφος γυναικών, ψήφος στις γυναίκες, ψήφος γυναικών στην ελλάδα, ψήφος μεταναστών, ψήφος υποχρεωτική, ψήφος γνωμικά

Συνώνυμα: ψήφος

ψηφοφορία, ψηφοδέλτιο, μυστική ψηφοφορία, δικαίωμα ψήφου

Μεταφράσεις: ψήφος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vote, suffrage, votes, voting, vote of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
voto, votar, voz, votación, vez como, vez, una vez
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wahlverfahren, stimme, votum, abstimmen, wählen, stimmabgabe, wahlstimme, stimmen, abstimmung, wahlrecht, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
voix, vote, votez, scrutin, votent, élire, voter, suffrage, syntoniser, votons, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
voto, votazione, voce, elezione, votare, scrutinio, voti, vote
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
votar, vomitar, votação, eleição, voto, escrutínio, vómito, votos, Número
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stemmen, kiezen, balloteren, stemming, stem, beoordeeld, vote
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
утверждать, голосовать, постановление, избиратель, вотум, баллотировка, голос, проголосовать, решать, вотировать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stemme, syns dette var nyttig, syns, stemmen, stemmer
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
röstning, rösta, röst, omröstning, omröstningen, tycker att
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ääni, äänestys, äänestää, äänestyksessä, äänestyksen, äänestystä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stemme, afstemning, afstemningen, synes
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hlas, volba, volit, hlasovat, odhlasovat, hlasování, hlasování se, vote
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wybory, uchwalać, głos, zagłosować, wotum, uchwała, głosowanie, głosować, uznali, zagłosuj
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szavazás, szavazásra, szavazásban, szavazással, szavazást
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
oy, sayılmasını
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
голосування
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
votim, votë, vota, votojnë, vota e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гласуване, вот, глас, гласувано, е гласувано
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
галасаванне, галасаваньне
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hääl, hääletus, hääletuse, hääl on, hääletust
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odobriti, glasovanjem, glas, glasovanje, glasanje, glasati, glasovati, glasovanja
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
atkvæði, kjósa, atkvæða, greiða atkvæði
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
balsas, balsavimas, balsuoti, balsavimo, balsuojama
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
balsstiesības, balsošana, balsot, balss, balsojums, balss ir
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гласање, гласови, гласањето, глас, гласовите
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vot, votul, votului, voturi, de vot
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
volit, glasovanje, glas, glasuje, glasovanja, glasovanju
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hlasovať, hlasovanie, hlasovania, hlasovaní, o hlasovaní

Στατιστικά δημοτικότητας: ψήφος

Τυχαίες λέξεις