Λέξη: αναμονή

Σχετικές λέξεις: αναμονή

αναμονή συνώνυμα, αναμονή κλήσης, αναμονή ιατρικών ειδικοτήτων αθήνα, αναμονή κλήσεων οτε, αναμονή ειδικοτήτων, αναμονή υπολογιστή, αναμονή ποίημα, αναμονή ιατρικών ειδικοτήτων, αναμονή forthnet, αναμονή κλήσης forthnet

Συνώνυμα: αναμονή

υπηρεσία, προσδοκία, ελπίδα, προσμονή

Μεταφράσεις: αναμονή

αναμονή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
anticipation, waiting, wait, expectation, pending, hold

αναμονή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anticipación, espera, expectación, esperando, esperar, de espera, la espera

αναμονή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erwartung, vorhersage, voraussage, prophezeiung, vorausnahme, vorwegnahme, warten, wartet, Warte, wartete, gewartet

αναμονή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pronostic, prédiction, attente, prévoir, prévision, anticipation, attendre, attendant, d'attente, en attente

αναμονή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attesa, previsione, aspettativa, in attesa, aspettando, aspettare, di attesa

αναμονή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espera, esperando, à espera, esperar, de espera

αναμονή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afwachting, verwachting, het wachten, wachten, te wachten, wacht, klaar

αναμονή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предвосхищение, чаяние, упреждение, упование, предвидение, ожидание, предчувствие, ждет, ожидания, ждут, ожидая

αναμονή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forventning, venter, ventet, vente, venter på, å vente

αναμονή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förväntan, antecipation, väntar, vänta, väntar på, väntade, väntan

αναμονή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toive, enne, ennakointi, ennakko-odotus, esimaku, ennustus, odotus, odottaa, odottavat, odottamassa, odottanut

αναμονή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
venter, vente, venter på, ventede, at vente

αναμονή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
anticipace, předpověď, napětí, předvídání, tušit, předjímání, předpoklad, očekávání, čekání, čeká, čekají, čekat, čekal

αναμονή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaliczka, wyprzedzenie, przewidywanie, uprzedzenie, wyprzedzanie, antycypacja, czekanie, czeka, oczekiwania, czekania, czekając

αναμονή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megérzés, várakozás, vár, várja, várakozási, várnak

αναμονή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bekleme, bekliyor, bekleyen, beklerken, bekliyordu

αναμονή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
передчування, сподівання, передбачення, очікування, чекання, ожидание

αναμονή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pritje, duke pritur, pritur, në pritje, presin

αναμονή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
описание, очакване, чакане, чака, чакат, изчакване

αναμονή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чаканне, чаканьне

αναμονή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ootusärevus, ootus, ootamine, ootab, ootavad, oodanud, ootel

αναμονή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čekanje, čeka, čekaju, čekanja, čekanju

αναμονή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tilhlökkun, bíða, að bíða, bíða eftir, bíður, að bíða eftir

αναμονή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laukimas, laukia, laukimo, laukti, laukė

αναμονή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gaidīšana, gaida, gaidīšanas, gaidot

αναμονή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чекање, на чекање, чекајќи, чека, чекаат

αναμονή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aşteptare, așteptare, așteaptă, de așteptare, în așteptare, asteapta

αναμονή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Čakajoči, čakanja, čaka, čakajo, čakala

αναμονή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čakanie, čakania, čakaní, čakať

Στατιστικά δημοτικότητας: αναμονή

Τυχαίες λέξεις