Λέξη: συνωμοτώ

Συνώνυμα: συνωμοτώ

σχεδιάζω, εθελοτυφλώ, συνεργάζομαι στο κακό

Μεταφράσεις: συνωμοτώ

συνωμοτώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
plot, complot, conspire, connive

συνωμοτώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
maquinar, tramar, conspirar, complot, maquinación, del complot, el complot, complot de

συνωμοτώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
handlungsschema, verschwörung, konspiration, gemüsebeet, entwurf, beet, handlung, parzelle, complot, Komplott, Verschwörung, Komplotts

συνωμοτώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lot, parcelle, ourdir, tracé, complot, fable, action, manigance, traçons, conspiration, tracent, manigancer, micmac, tracer, comploter, tracez, le complot

συνωμοτώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
congiura, tramare, complotto, trama, complot, di Complot

συνωμοτώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
urdir, compromisso, lote, penhorar, complot, complô, O complô

συνωμοτώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
machinatie, samenspanning, intrige, konkelarij, complot, complot geconstrueerd

συνωμοτώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
набросок, чертить, фабула, план, делянка, интриговать, вычерчивание, оглавление, интрига, замышлять, чертеж, содержание, вычерчивать, устраивать, наносить, сговор, заговор

συνωμοτώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
komplott, complot

συνωμοτώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
komplott, sammansvärjning, complot

συνωμοτώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vehkeillä, juonia, juoni, salajuoni, complot

συνωμοτώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
complot

συνωμοτώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pikle, děj, intrika, osnovat, komplot, fabule, parcela, intrikovat, osnova, nákres, zápletka, spiknutí, complot

συνωμοτώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
działka, konspirować, fabuła, parcela, ukartować, intrygować, wątek, spiskować, knuć, spisek, temat, intryga, wykres, complot

συνωμοτώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
terv, tervrajz, tartalom, földdarab, parcella, cselszövés, complot

συνωμοτώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
komplo, complot, suikâst, tuzak, komplo kurmak

συνωμοτώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шубовстання, змова, змову

συνωμοτώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
complot

συνωμοτώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фабула, complot

συνωμοτώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
змова, змову, замову, замова

συνωμοτώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
joonestama, complot

συνωμοτώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
intrigirati, zemljište, fabula, zavjera, kovati zavjeru

συνωμοτώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
complot

συνωμοτώ στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
coniuratio

συνωμοτώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Prabilo

συνωμοτώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
complot

συνωμοτώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
complot

συνωμοτώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Complot

συνωμοτώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
parcela, Zarota

συνωμοτώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sprisahanie, parcela, komplot, zápletka, complot
Τυχαίες λέξεις