Информировать στα ελληνικά
Μετάφραση: информировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πληροφορώ, διαφωτίζω, διδάσκω, ενημερώνει, πληροφορεί, ενημερώνουν, να ενημερώσει, ενημερώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- белый στα ελληνικά - λευκός, άσπρος, λευκό, λευκή, άσπρο, λευκά, λευκού
- благочестивый στα ελληνικά - ευσεβής, πιστός, ευσεβείς, ευσεβή, ευσεβών, ευσεβούς
- выщерблять στα ελληνικά - βαθούλωμα, στραπατσάρισμα, βαθουλώνω, vyscherblyat
- двухпартийный στα ελληνικά - δικομματικός, διακομματικός, διακομματική, δικομματική, δικομματικής
Τυχαίες λέξεις
Информировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πληροφορώ, διαφωτίζω, διδάσκω, ενημερώνει, πληροφορεί, ενημερώνουν, να ενημερώσει, ενημερώσει
Μεταφράσεις: πληροφορώ, διαφωτίζω, διδάσκω, ενημερώνει, πληροφορεί, ενημερώνουν, να ενημερώσει, ενημερώσει