Λέξη: βδελυρός
Σχετικές λέξεις: βδελυρός
βδελυρός σημασία, βδελυρός τι σημαινει, βδελυρόσ συνώνυμα, βδελυρός ετυμολογία
Συνώνυμα: βδελυρός
ειδεχθής, φρικτός, φρικιαστικός, απεχθής, αποτροπιαστικός, αποκρουστικός, μισητός, απαίσιος, αποτρόπαιος
Μεταφράσεις: βδελυρός
βδελυρός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
detestable, hideous, abominable, abhorrent
βδελυρός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abominable, detestable, repugnante, horrible, espantoso, espantosa, terrible, horrendo
βδελυρός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verabscheuenswert, scheußlich, obszön, widerlich, abscheulich, unzüchtig, hässlich, grässlich, abscheulichen, abscheuliche
βδελυρός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rebutant, infect, abject, dégoûtant, horrible, repoussant, innommable, affreux, répugnant, rébarbatif, odieux, terrible, atroce, exécrable, détestable, abominable, hideux, hideuse, affreuse
βδελυρός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
odioso, ripugnante, orribile, abominevole, ributtante, orrendo, orrenda
βδελυρός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abominável, repugnante, hediondo, medonho, horrível, hedionda, terrível
βδελυρός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afschuwelijk, vuil, obsceen, afgrijselijk, weerzinwekkend, afzichtelijk, afschuwelijke, afzichtelijke
βδελυρός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
омерзительный, ужасный, страшный, безобразный, противный, отвратительный, гадкий, мерзкий, отвратительное, отвратительно, отвратительная, отвратительной
βδελυρός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skrekkelig, avskyelig, heslig, grusomme, heslige, stygge
βδελυρός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gräslig, ful, avskyvärd, ohyggliga, otäckt, avskyvärda, hemsk
βδελυρός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rivo, hirveä, rietas, ällöttävä, inhottava, oksettava, vastenmielinen, hirvittävän, hirvittävä, hideous
βδελυρός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hæslige, hæslig, hæsligt, modbydelige, afskyelige
βδελυρός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ohavný, hnusný, odporný, mrzký, ohyzdný, škaredý, šeredný, strašný
βδελυρός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pokraczny, szkaradny, ohydny, straszny, wstrętny, odrażający, obrzydliwy, potworny
βδελυρός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rút, förtelmes, visszataszító, ocsmány, undorító, undok
βδελυρός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
müstehcen, iğrenç, tiksindirici, korkunç, çirkin, iğrenç bir, korkunç bir
βδελυρός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
огидний, потворний, бридкий, найогидніший, огидне
βδελυρός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i shëmtuar, shëmtuar, e shëmtuar, të shëmtuar, tmerrshëm
βδελυρός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отвратителен, отвратително, отвратителна, грозен, ужасната
βδελυρός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
агідны, абрыдлівае, агіднае, жахлівае
βδελυρός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ilge, jube, jälestusväärne, võigas, kole, kohutav, jubedat, jubedad
βδελυρός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odvratan, mrzak, gnusan, odvratno, grozni, gnusno
βδελυρός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hideous, ljót
βδελυρός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šlykštus, bjaurus, baisus, Obrzydliwy, bjaurinti
βδελυρός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pretīgs, riebīgs, riebīga
βδελυρός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
грозен, одвратен, одбивни, гнасни, одвратната
βδελυρός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
odios, obscen, hidos, hidoasă, hidoase, hidoasa, oribil
βδελυρός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Ogabna, ostudno, ogaben, ostuden, ostudna
βδελυρός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
škaredý, príšerný, ohavný, odporný, šeredný, ohyzdný, obecný, hnusný
Τυχαίες λέξεις