Исковеркать στα ελληνικά
Μετάφραση: исковеркать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακατεύω, ψεγάδι, μπερδεύω, χειροτερεύω, κακομαθαίνω, στίγμα, βλάπτω, συγχέω, ρήμαγμα, αμαυρώνω, παραχαϊδεύω, χαλώ, χαντακώνω, παραβλάπτω, ψείρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- александрит στα ελληνικά - αλεξανδρίτης, αλεξανδρίτη, Alexandrite, αλεξανδρίτη που
- ассириянин στα ελληνικά - ασσυριακός, Ασσυρίων, Ασσυριακά, ασσυριακή, ασσυριακής
- выжигание στα ελληνικά - καύση, καύσης, κάψιμο, την καύση, καψίματος
- двуязычный στα ελληνικά - δίγλωσσος, Δίγλωσση, δίγλωσσο, δίγλωσσα, δίγλωσσων
Τυχαίες λέξεις
Исковеркать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακατεύω, ψεγάδι, μπερδεύω, χειροτερεύω, κακομαθαίνω, στίγμα, βλάπτω, συγχέω, ρήμαγμα, αμαυρώνω, παραχαϊδεύω, χαλώ, χαντακώνω, παραβλάπτω, ψείρα
Μεταφράσεις: ανακατεύω, ψεγάδι, μπερδεύω, χειροτερεύω, κακομαθαίνω, στίγμα, βλάπτω, συγχέω, ρήμαγμα, αμαυρώνω, παραχαϊδεύω, χαλώ, χαντακώνω, παραβλάπτω, ψείρα