Λέξη: απεργοσπάστης

Σχετικές λέξεις: απεργοσπάστης

απεργοσπάστης ορισμός

Συνώνυμα: απεργοσπάστης

ψώρα, ξηρό δέρμα, κάκαρο πληγής, ψώρα προβάτων, προδότης, ποντικόθηρας, ποντικοκυνηγός, απατεώνας

Μεταφράσεις: απεργοσπάστης

απεργοσπάστης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scab, fink, ratter, blackleg, strikebreaker

απεργοσπάστης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
costra, soplón, Fink, fink de, de Fink, fink de la

απεργοσπάστης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
streikbrecher, krätze, schorf, fink, informant, Sie fink

απεργοσπάστης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
croûte, jaune, gale, mouchard, Fink, de Fink, fink à

απεργοσπάστης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
crosta, fink, finkè, spione, di Fink

απεργοσπάστης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fink, o fink, do Fink, comando fink, o comando fink

απεργοσπάστης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
denunciateur, onderkuiper, verklikker, denonceren, aanbrenger

απεργοσπάστης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чесотка, струп, короста, парша, штрейкбрехер, корка, стукач, Fink, Финк, Финка, Штрейкбрехер

απεργοσπάστης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skabb, fink, Fink og

απεργοσπάστης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fink, finken, bolaget Fink

απεργοσπάστης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rupi, rikkuri, kapi, ilmiantaja, Fink, vasikka

απεργοσπάστης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Fink, til Fink

απεργοσπάστης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stroupek, prašivina, svrab, zradit, Fink, Finku, Finka, Fink se

απεργοσπάστης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
strup, świerzb, łamistrajk, parch, nieprzyjemny typ, Fink, Fink w, Finka

απεργοσπάστης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ótvar, var, varasodás, rüh, sztrájktörő, Fink, sztrájkot tör

απεργοσπάστης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ispiyoncu, Fink, destek vermemek, alçak kimse, grev kırıcı işçi

απεργοσπάστης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стукач

απεργοσπάστης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
grevëthyes, Fink, spiun, tip i bezdisur, Fink project

απεργοσπάστης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доносчик, измъквам се, Финк, Fink, доноснича

απεργοσπάστης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жауты, стукач

απεργοσπάστης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kärn, streigimurdja, koorik, reetur, Fink, Vasikas, Finki

απεργοσπάστης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šuga, štrajkbreher, izdajica, svrab, dostavljač, Fink, štrajkolomac, ostaviti nekog na cjedilu, nekog na cjedilu

απεργοσπάστης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Fink

απεργοσπάστης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skundikas, Fink, streiklaužys, Streiklauzis, Nemalonų tipas

απεργοσπάστης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
streiklauzis, Fink, Finks

απεργοσπάστης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Финк, Fink, на Финк

απεργοσπάστης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Fink, Fink a, Fink care

απεργοσπάστης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
strup, Fink, Fink je, Fink se, Fink in

απεργοσπάστης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prašivina, darebák, zradiť, zradit, sklamať, zrádzať
Τυχαίες λέξεις