Искривлять στα ελληνικά
Μετάφραση: искривлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απατεώνας, στραμπουλίζω, καμπυλώνεται, σκύβω, πλοκή, καμπή, κακοποιός, στροφή, γέρνω, στρεβλώνω, κάμψη, κάμψης, καμπής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взбунтоваться στα ελληνικά - κλοτσώ, εξέγερση, ανταρσία, ανταρσίας, στάση, την ανταρσία, εξέγερσης
- выбивка στα ελληνικά - νοκ-άουτ, knockout, νοκ άουτ
- дедукция στα ελληνικά - έκπτωση, αφαίρεση, έκπτωσης, την αφαίρεση, εκπτώσεως
- дешевле στα ελληνικά - φτηνότερος, φθηνότερα, φθηνότερη, φθηνότερο, φθηνότερες
Τυχαίες λέξεις
Искривлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απατεώνας, στραμπουλίζω, καμπυλώνεται, σκύβω, πλοκή, καμπή, κακοποιός, στροφή, γέρνω, στρεβλώνω, κάμψη, κάμψης, καμπής
Μεταφράσεις: απατεώνας, στραμπουλίζω, καμπυλώνεται, σκύβω, πλοκή, καμπή, κακοποιός, στροφή, γέρνω, στρεβλώνω, κάμψη, κάμψης, καμπής