Искушенность στα ελληνικά

Μετάφραση: искушенность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανότητα, επιτήδευση, εκλέπτυνση, πολυπλοκότητα, πολυπλοκότητας, την εκλέπτυνση
Искушенность στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • буржуазия στα ελληνικά - αστική τάξη, αστικής τάξης, μπουρζουαζία, μπουρζουαζίας, τάξη
  • вероника στα ελληνικά - βερενίκη, Veronica, της Veronica, η Veronica, τη Veronica
  • вневременный στα ελληνικά - διαχρονικό, διαχρονική, διαχρονικές, άχρονη, άχρονο
  • двукратный στα ελληνικά - σωσίας, διπλασιάζω, διπλός, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, ...
Τυχαίες λέξεις
Искушенность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανότητα, επιτήδευση, εκλέπτυνση, πολυπλοκότητα, πολυπλοκότητας, την εκλέπτυνση