Испускать στα ελληνικά
Μετάφραση: испускать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραδίνω, εκπέμπω, προσκομίζω, κυκλοφορώ, θέμα, τεύχος, εκκρίνω, δίνω, παράγω, στέλνω, δημοσιεύω, αναδίνω, εκπέμπουν, εκπέμπει, εκλύουν, εκπέμψει, να εκπέμπουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арабский στα ελληνικά - αραβούργημα, αραβικός, Αραβικά, αραβική, Arabic, Αραβικό
- бутил στα ελληνικά - βουτύλιο, βουτυλίου, βουτυλο, βουτυλ, βουτυλεστέρα
- верховный στα ελληνικά - αυτεξούσιος, κυρίαρχος, ψηλός, ανώτατος, ηγεμόνας, υπέρτατος, Ανώτατο, ...
- выкапывание στα ελληνικά - κέντρισμα, σκάβω, σαρκασμός, νύξη, ανασκαφή, εκσκαφή, εκσκαφής, ...
Τυχαίες λέξεις
Испускать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραδίνω, εκπέμπω, προσκομίζω, κυκλοφορώ, θέμα, τεύχος, εκκρίνω, δίνω, παράγω, στέλνω, δημοσιεύω, αναδίνω, εκπέμπουν, εκπέμπει, εκλύουν, εκπέμψει, να εκπέμπουν
Μεταφράσεις: παραδίνω, εκπέμπω, προσκομίζω, κυκλοφορώ, θέμα, τεύχος, εκκρίνω, δίνω, παράγω, στέλνω, δημοσιεύω, αναδίνω, εκπέμπουν, εκπέμπει, εκλύουν, εκπέμψει, να εκπέμπουν