Λέξη: ομόφωνα
Σχετικές λέξεις: ομόφωνα
ομόφωνα english, ομόφωνα συνώνυμο
Μεταφράσεις: ομόφωνα
ομόφωνα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unanimously, unanimity, unanimous, by unanimity, unanimously on
ομόφωνα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
unánimemente, por unanimidad, unanimidad, unánime
ομόφωνα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einmütig, ablehnend, einstimmige, einstimmig, einstimmig an, einhellig, übereinstimmend
ομόφωνα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
unanimement, à l'unanimité, l'unanimité, unanimité
ομόφωνα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
unanimamente, all'unanimità, unanimemente, unanime
ομόφωνα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
por unanimidade, unanimidade, unanimemente
ομόφωνα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
unaniem, eenparigheid, eenstemmig, eenparig, algemene stemmen
ομόφωνα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
единодушно, единогласно, единогласно в, голос, один голос
ομόφωνα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
enstemmig, enstemmige, enstemmighet, fattet enstemmig, enstemmig vedtatt
ομόφωνα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enhälligt, utskottet enhälligt, enhällighet, enhälligt beslut, med enhällighet
ομόφωνα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yksimielisesti
ομόφωνα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
enstemmigt, enstemmighed, med enstemmighed, afgørelse med enstemmighed, det enstemmigt
ομόφωνα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jednotně, jednomyslně, jednohlasně, jednomyslnę, jednomyslným rozhodnutím, jednomyslným
ομόφωνα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jednomyślnie, jednogłośnie
ομόφωνα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyhangúlag, egyhangúan, egyhangú, egyöntetűen
ομόφωνα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
oybirliğiyle, oybirliği, oybirliği ile, oy birliği, oy birliği ile
ομόφωνα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
одноголосно, одностайно
ομόφωνα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
në mënyrë unanime, unanime, unanimisht, njëzëri, mënyrë unanime
ομόφωνα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
единодушие, с единодушие, единодушно
ομόφωνα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аднагалосна, адзінагалосна, аднадушна, адзінадушна
ομόφωνα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ühehäälselt, üksmeelselt, ühehäälselt vastu, ühehäälse otsuse
ομόφωνα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jednoglasno, jednoglasno je, je jednoglasno, su jednoglasno, jednoglasno su
ομόφωνα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samhljóða, einróma, samhljóða samþykki, með samhljóða samþykki
ομόφωνα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vieningai, vienbalsiai
ομόφωνα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vienbalsīgi, vienprātīgi, vienprātīgu lēmumu, vienprātīgu, ar vienprātīgu lēmumu
ομόφωνα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
едногласно, едногласно го, едногласно се, едногласно ја, едногласно ги
ομόφωνα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
unanim, unanimitate, în unanimitate
ομόφωνα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
soglasno, je soglasno, enoglasno, soglasjem
ομόφωνα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jednomyseľne, jednohlasne, jednomyseľným
Τυχαίες λέξεις