Испытывать στα ελληνικά
Μετάφραση: испытывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκδικάζω, ελέγχω, υποφέρω, δοκιμάζω, εμπειρία, πονώ, ξέρω, μίσος, κρατώ, προσπαθώ, πάσχω, αποδεικνύω, υποστηρίζω, γνωρίζω, μισώ, συντηρώ, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бенин στα ελληνικά - Μπενίν, το Μπενίν, Benin, του Μπενίν
- воздавать στα ελληνικά - ανταποδίνω, προσφέρω, κάνω, καθιστώ, καταστήσει, καθιστούν, καταστήσουν, ...
- дополнительный στα ελληνικά - πια, περαιτέρω, παραπέρα, μακρύτερος, δευτερεύων, μονός, δευτερόλεπτο, ...
- древнегреческий στα ελληνικά - αρχαίος, αρχαία, αρχαίας, αρχαίο, αρχαίων
Τυχαίες λέξεις
Испытывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκδικάζω, ελέγχω, υποφέρω, δοκιμάζω, εμπειρία, πονώ, ξέρω, μίσος, κρατώ, προσπαθώ, πάσχω, αποδεικνύω, υποστηρίζω, γνωρίζω, μισώ, συντηρώ, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών
Μεταφράσεις: εκδικάζω, ελέγχω, υποφέρω, δοκιμάζω, εμπειρία, πονώ, ξέρω, μίσος, κρατώ, προσπαθώ, πάσχω, αποδεικνύω, υποστηρίζω, γνωρίζω, μισώ, συντηρώ, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών